-
1 πεταλον
ион. πέτηλον τό1) лист(δενδρέων ἐν πετάλοισι Hom.; κιττοῦ π. Xen.)
2) цветок(λειμώνων πέταλα Anth.)
ῥόδεα πέταλα Eur. — розы4) металлическая пластинка, бляшкаκεχρυσωμένος πετάλοις τὸ στῆθος Luc. — с грудью, украшенной золотыми пластинками
5) ответвление, т.е. источник(Ὠκεανοῦ πέταλα Pind.)
-
2 χλοερός
-
3 πέταλον
πέταλον, τό (von πετάννυμι, eigtl. neutr. von πέταλος, vgl. auch πέτηλον), das Blatt der Bäume; im plur. Il. 2, 312 Od. 19, 520; Folgde; – übh. jeder ausgebreitete, flache, einem Blatte ähnliche Körper, Tafel; νεικέων πέταλα ἐγγυαλιζέτω, Pind. I. 7, 43; ῥόδεα, Eur. Hel. 251, u. öfter; Ar. Ran. 681; ἐν πετάλοισιν, d. i. auf den Bäumen, Strat. 2 (XII, 2). – Nach den Gramm. kam auch der heteroklitische dat. plur. πέταλσι statt πετάλοις vor.
-
4 ῥόδεος
См. также в других словарях:
πέταλο — το / πέταλον, ΝΜΑ, και πέτηλον Α το έγχρωμο φύλλο τής στεφάνης τού άνθους (α. «τα πέταλά του... να τού ανοίξει την αυγή», Γρυπ. β. «χλοερά... ῥόδεα πέταλα», Ευ ρ.) νεοελλ. μσν. μεταλλικό έλασμα που τοποθετείται κάτω από την οπλή ζώων, ιδίως τών… … Dictionary of Greek